- εξερευνήσιμος
- -η, -οπου μπορεί να εξερευνηθεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξερευνήσιμος — η, ο [εξερεύνηση] 1. αυτός που αξίζει να ερευνηθεί 2. εκείνος που μπορεί να εξερευνηθεί … Dictionary of Greek